- κόμπι
- (Kobus). Γένος θηλαστικών μηρυκαστικών της οικογένειας των βοοειδών, της υποοικογένειας των ιπποτραγινών. Πρόκειται για μεγάλες αντιλόπες, ιθαγενείς της ανατολικής και της νότιας Αφρικής. Ζουν κυρίως σε χορτολιβαδικές εκτάσεις και, γενικά, σε τοποθεσίες που βρίσκονται κοντά στο νερό. Το σώμα τους, μαζί με το κεφάλι, ποικίλλει σε μήκος από 180 έως 235 εκ.· τα κέρατα συναντώνται μόνο στα αρσενικά, είναι δυνατά και γυρισμένα προς τα πίσω, και το μήκος τους είναι ανάλογο με την ηλικία τους. Το χρώμα του σώματός τους μπορεί να είναι γκρίζο έως κόκκινο-καφέ, ενώ συνήθως σκουραίνει με την ηλικία. Τα κ. ζουν σε μικρές ομάδες, στις οποίες ωστόσο δεν υπάρχει κοινωνική ιεραρχία. Τα πιο συνηθισμένα είδη είναι το κ. τοντεφάσα, που φτάνει σε ύψος 1,25 μ. και το κ. τοελλειψίπριμνο, λίγο μεγαλύτερο από το προηγούμενο, το οποίο ξεχωρίζει για το γκριζοκίτρινο χρώμα του με τα ωραία σχέδια σε ελλειψοειδές σχήμα.
Dictionary of Greek. 2013.